καθύφεσις

καθύφεσις
καθύφεσις, ἡ (Α) [καθυφίημι]
(για συνηγόρους ή κατηγόρους σε δίκη) λαθραία συμφωνία για εξαπάτηση τού δικαστηρίου, κρυφή συνεννόηση μεταξύ παραγόντων τής δίκης, καταπροδοσία τής δίκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθυφέσεσιν — καθύφεσις collusion fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθυφέσεως — καθυφέσεω̆ς , καθύφεσις collusion fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”